- άμεμπτο
- kusursuz, yetkin
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… … Dictionary of Greek
ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… … Dictionary of Greek
καθαροδίαιτος — καθαροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + δίαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής»), πρβλ. λιτο δίαιτος, ολιγο δίαιτος] … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το … Dictionary of Greek
Μπούνιν, Ιβάν Αλεξέγεβιτς — (Βορονέζ 1870 – Παρίσι 1953). Ρώσος λογοτέχνης. Αριστοκράτης, όχι μόνο στην καταγωγή αλλά και στη στάση του απέναντι στη ζωή, υπήρξε μονήρης, μένοντας μακριά από κάθε πολιτική συμμετοχή καθώς και από τις φιλολογικές και γενικά τις πνευματικές… … Dictionary of Greek
άμεμπτος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς μομφή, αψεγάδιαστος: Το φέρσιμό του ήταν πάντα άμεμπτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)